ἰθύῤῥοπος

ἰθύῤῥοπος
ἰθύῤ-ῥοπος, sich gerade senkend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιθύρροπος — ἰθύρροπος, ον (Α) αυτός που κρέμεται κάθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερό ρροπος, ισό ρροπος] …   Dictionary of Greek

  • ἰθύρροπα — ἰθύρροπος hanging perpendicularly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”